avoir - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

avoir - translation to Αγγλικά


avoir         
n. asset
aura         
n. aura, karma
aie         
ouch (cry of pain)

Βικιπαίδεια

Avoir
Le terme « avoir » désigne :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για avoir
1. Marty indique en " avoir aucune preuve formelle ". Ces pays ont démenti avoir abrité de tels centres.
2. La banque, qui estime avoir stabilisé la situation, adopte un ton qui peut avoir surpris.
3. Pour avoir le titre de cheikh, il faut avoir appris sur des bases solides.
4. Selon la doctoresse Pat Troop, Alexandre Litvinenko peut avoir été irradié apr';s avoir ingéré la substance radioactive, l‘avoir inhalée, ou avoir été contaminé par une blessure.
5. Des policiers avouent avoir fait des cauchemars pendant plusieurs jours apr';s avoir découvert ces preuves.